- αναδικία
- ἀναδικία, η (Α) [ανάδικος]επανάληψη, ανανέωση της δίκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναδικία — ἀναδικίᾱ , ἀναδικία renewal of an action fem nom/voc/acc dual ἀναδικίᾱ , ἀναδικία renewal of an action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδικος — ἀνάδικος, ον (Α) 1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται 2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικος < δίκη. ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία] … Dictionary of Greek